αποσιτος

αποσιτος
    ἀπόσιτος
    ἀπό-σῑτος
    2
    1) ничего не евший, не принимающий пищи Luc.
    2) не имеющий аппетита Plut.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "αποσιτος" в других словарях:

  • απόσιτος — ἀπόσιτος, ον (AM) αυτός που μένει χωρίς τροφή, νηστικός αρχ. 1. ο πεινασμένος 2. αυτός που δεν έχει όρεξη, ανόρεχτος …   Dictionary of Greek

  • ἀπόσιτος — ἀπόσῑτος , ἀπόσιτος having eaten nothing masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπόσιτον — ἀπόσῑτον , ἀπόσιτος having eaten nothing masc/fem acc sg ἀπόσῑτον , ἀπόσιτος having eaten nothing neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • несытыи — (42) пр. 1.Прожорливый: проклѧтъ бѹди несытыи грътани. ˫ако тебе ради и чрѣва моѥго слепотѹ сию при˫ахъ. ПрЛ XIII, 40в; в роли с.: Нѣкогда брать˫а мо˫а начну бо ѿ малыхъ... ѿ гордыхъ гордынѧ... ѿ хупавыхъ хупости. ли ѡтъ несытыхъ несытьства. (τῶν …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • πυρριώ — άω, ΜΑ μσν. έχω ερυθρή, κοκκινωπή όψη («ἐπυρρία τὸ εἶδος καὶ δυοῑν ἡμέραις ἀπόσιτος ὤν», Πρόκ.) αρχ. είμαι ή γίνομαι κόκκινος, ιδίως από ντροπή («ὥσπερ καταιδεσθέντες τὸ γεγονὸς ἐπυρρίασαν», Ηλιόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρρός «ερυθρός, κοκκινωπός» +… …   Dictionary of Greek

  • σίτος — ο / σῑτος, ΝΜΑ, και ετερόκλ. τ. πληθ. τά σίτα, Α το σιτάρι νεοελλ. φρ. «συγκέντρωση σίτου» η από το κράτος αγορά τής ετήσιας εγχώριας σιτοπαραγωγής σε τιμές ανώτερες τών εισαγόμενων από το εξωτερικό σιτηρών με στόχο αφ ενός την προστασία τού… …   Dictionary of Greek

  • ἀποσίτοις — ἀποσί̱τοις , ἀπόσιτος having eaten nothing masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποσίτοισι — ἀποσί̱τοισι , ἀπόσιτος having eaten nothing masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποσίτοισιν — ἀποσί̱τοισιν , ἀπόσιτος having eaten nothing masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποσίτου — ἀποσί̱του , ἀπόσιτος having eaten nothing masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποσίτους — ἀποσί̱τους , ἀπόσιτος having eaten nothing masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»